ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΕΡΑ

Για την αφύπνιση και την πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων

ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΒΓΑΛΕΙ;

Posted by lykofron στο 04/07/2010

Κράτος και Εκκλησία    …..Επικίνδυνες σχέσεις

Έντυπη Έκδοση  Εψιλον, Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

ΚΕΙΜΕΝΟ | ΝΤΙΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ (dida@enet.gr) ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ | ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΤΤΑΡΙΔΗΣ (artcutphoto@gmail.com)

Όλες οι σχέσεις εξελίσσονται με το χρόνο. Ακόμα και οι πιο στενές, όπως της μητέρας με το παιδί της, με τον καιρό οδεύουν προς την αμοιβαία ανεξαρτητοποίηση. Αλλιώς, η μητέρα αποδεικνύεται τυραννική και το παιδί καταλήγει ένας μπούλης και μισός. Στις σχέσεις Εκκλησίας – κράτους, η μητέρα (αν και δεν συνεισέφερε ιδιαίτερα στη γέννηση του κράτους) είναι σίγουρα η Εκκλησία. Το παιδί μένει να δούμε αν θα συνεχίσει να είναι μαμόθρεφτο…

Πιστεύοντας, όπως κι εσείς, ότι η θρησκεία είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τον κάθε άνθρωπο και το θεό του, ότι κανείς δεν χρωστάει λογαριασμό σε κανέναν για την πίστη ή τη θρησκεία του, ότι οι νομοθετικές εξουσίες της κυβέρνησης μπορούν να αφορούν πράξεις μόνο και όχι απόψεις, σέβομαι απόλυτα την απόφαση ολόκληρου του αμερικανικού λαού, που όρισε ότι οι νομοθέτες του δεν θα φτιάξουν κανέναν νόμο που θα στηρίζει την εγκαθίδρυση κάποιας θρησκείας ή θα απαγορεύει την ελεύθερη άσκησή της, χτίζοντας έτσι ένα τείχος διαχωρισμού ανάμεσα σε Εκκλησία και κράτος».

Μ’ αυτήν τη φράση από μια επιστολή του προς την Ένωση Βαπτιστών του Ντάνμπουρι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον προσδιόρισε την έννοια του «χωρισμού Εκκλησίας και κράτους». Αυτά στην Αμερική του 1802. Στην Ελλάδα του 2010 ακόμα το συζητάμε.

Η σχέση κράτους και Εκκλησίας (μία είναι η Εκκλησία όταν αναφερόμαστε σε τέτοια ζητήματα, η Ορθόδοξη) είναι παλιά όσο και το κράτος που γεννήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821. Από τότε το κράτος εναγκαλίστηκε την Εκκλησία και εκείνη ανταπέδωσε τον εναγκαλισμό σε έναν νομοθετικό και πολιτικό δεσμό τόσο ισχυρό, που καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να θίξει. Κάθε τόσο, από τη συνταγματική αναθεώρηση του ’75 και μετά, κυβερνήσεις μάταια προσπαθούν να «αναθεωρήσουν», να «επαναπροσδιορίσουν» ή, έστω, να «επαναδιατυπώσουν» αυτές τις σχέσεις. Η τελευταία προσπάθεια της καινούργιας κυβέρνησης για φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και οι οργίλες αντιδράσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (που εσχάτως ζητά και επιστροφή χρημάτων από το κράτος), αναδεικνύουν για άλλη μια φορά το ακανθώδες σύμπλεγμα, που ξεκινά από το σύνταγμα και φτάνει μέχρι την καθημερινότητά μας.

Πόσο πολύ έχει παρεισφρήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία στη ζωή μας; Αρκεί να δείτε τους βουλευτές που σηκώνουν το χέρι για να ορκιστούν μπροστά σε ιερείς. Ή τις εικόνες του Χριστού στα δικαστήρια (όπου μπορεί να έχει κατοχυρωθεί η εναλλακτική του πολιτικού όρκου, αλλά κανένας σώφρων δικηγόρος δεν θα σας συμβουλέψει να τον επιλέξετε). Ή τη μεγάλη διαμάχη του εκάστοτε υπουργού Εθνικής Παιδείας ΚΑΙ Θρησκευμάτων για την καθιέρωση του μαθήματος σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία, η οποία προαναγγέλλεται και παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες από το 1964. Αυτά, όμως, είναι η επιφάνεια των πραγμάτων, συμβολικές κινήσεις που στόχο έχουν να δείχνουν σε κάθε ενδιαφερόμενο τη δύναμη της Εκκλησίας και του ποιμνίου της, αυτού που ο αείμνηστος Χριστόδουλος αποκαλούσε «Δεξιά του Κυρίου».

Μια δύναμη που όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οδεύει προς τον εκφυλισμό, ωστόσο καμία κυβέρνηση δεν πήρε το ρίσκο να αμφισβητήσει στην πράξη. Τρία χρόνια μετά το σκάνδαλο που ξέσπασε στους κόλπους της Εκκλησίας, ένα άλλο σκάνδαλο ξεσπά το 2008. Βατοπέδι. Ξανά στο προσκήνιο οι δεσμοί της Εκκλησίας με το κράτος, ξανά στη δημόσια διαβούλευση η εξουσία που ο Κλήρος έχει από το Σύνταγμα και τη νομολογία, ξανά επί τάπητος το ερώτημα εάν έφτασε η ώρα για το χωρισμό τους, ξανά το ερώτημα «είναι ώριμη η ελληνική κοινωνία;».

Ο βουλευτής της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκος Σηφουνάκης μιλάει στην «Ελευθεροτυπία» για την «τριτοκοσμική σχέση κράτους – Εκκλησίας» και προσθέτει: «Εξαιτίας της ατολμίας χάθηκαν ευκαιρίες στη συνταγματική αναθεώρηση. Με λυπεί να παρουσιάζει η χώρα μας ανά την υφήλιο την εικόνα ενός θεοκρατικού κράτους κατά την έναρξη των εργασιών της Βουλής. Μόνο με το Ιράν συγκρινόμαστε. Ούτε καν με την Τουρκία του Κεμάλ, που καθιέρωσε το λαϊκό κράτος».

Μόνο που ο βουλευτής «ξεχνάει» πως στη διαδικασία της αναθεώρησης συμμετείχε και το δικό του κόμμα, με εισηγητές δύο κορυφαίους συνταγματολόγους, που και οι δύο δήλωναν: «Δεν πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας. Θεωρούσαμε επιβεβλημένο αυτόν το διαχωρισμό τον καιρό που στην Ελλάδα είχαμε βαρύτατες προσβολές των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ειδικά του δικαιώματος της θρησκευτικής συνείδησης».

Δεν φυλακίζουμε, λοιπόν, πια τους αντιρρησίες συνείδησης Μάρτυρες του Ιεχωβά, και όλα τα προβλήματα έχουν λυθεί; Δύο χρόνια πριν, ο αρχηγός τής τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης σε συνέντευξή του («Ελευθεροτυπία», 5/11/08) τίθεται με σαφήνεια υπέρ μιας «συνολικής αναθεώρησης των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί πλήρως η ανεξαρτησία του ενός απέναντι στον άλλο» και δεσμεύεται ότι «θα επανεξεταστούν όλες οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις που αφορούν την Εκκλησία». Εγκριτοι νομικοί περιγράφουν το καθεστώς «φορολογικού παραδείσου που απολαμβάνουν η Εκκλησία και οι μονές, νομικά όμοιο με αυτό off shore εταιρειών στη Λιβερία ή στον Παναμά».

Πόσο αλλάζουν πολλοί πολιτικοί και κόμματα όταν βρεθούν στην κυβέρνηση; Τον περασμένο Δεκέμβριο, μετά τη δήλωση του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει την Εκκλησία «κοινωφελές ίδρυμα», ο πρωθυπουργός -πλέον- Γιώργος Παπανδρέου προσκαλεί τον Αρχιεπίσκοπο στο υπουργικό συμβούλιο και οι δύο τους δηλώνουν ότι επιθυμούν τη συνεργασία κυβέρνησης – Εκκλησίας. Ο κ. Παπανδρέου διαβεβαίωσε τον κ. Ιερώνυμο ότι θα προηγηθεί διάλογος για τις τυχόν αλλαγές και συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.

Και όμως, υπάρχουν κάποιοι που δεν αλλάζουν θέση. Είναι οι νομικοί της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη (ΕΕΔΑΠ). Αυτοί οι «αυτόκλητοι και αυτοσχέδιοι μάγοι της αλλοτρίωσης», όπως τους χαρακτηρίζει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, είναι η παλαιότερη μη κυβερνητική οργάνωση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπάρχει στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 1953 και, έκτοτε, στο προεδρείο της στρατεύθηκαν προσωπικότητες, όπως Αλέξανδρος Σβώλος, Στρατής Σωμερίτης, Αγνή Ρουσοπούλου, Αριστόβουλος Μάνεσης.

Η δικτατορία του 1967 διέλυσε την ΕΕΔΑΠ, η οποία ανασυγκροτήθηκε στο τέλος του 1974. Και εσχάτως προκαλεί πονοκεφάλους στην εκκλησιαστική ιεραρχία, σύμφωνα με την οποία επιδιώκει τη «βάναυση μετατροπή της χώρας σε άθρησκη πολιτεία, χωρίς, βέβαια, τη συναίνεση του λαού». (σ.σ.: Ο λαός και η άποψή του εκδηλώθηκαν εκτενώς μετά το σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε το «Έθνος της Κυριακής», υπέρ του διαχωρισμού κράτους – Εκκλησίας τάχθηκε το 61,6% των πολιτών, ενώ το 88,5% τάσσεται υπέρ της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Σε έρευνα της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», την ίδια περίοδο, 48% των πολιτών υποστηρίζουν το διαχωρισμό.) Πώς η χώρα θα γίνει πολιτεία; Και πώς σκέφτονται να την αλλοτριώσουν οι μάγοι; Τους αναζητήσαμε στα λημέρια τους, εκεί όπου επεξεργάστηκαν το μοναδικό ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου για το διαχωρισμό κράτους – Εκκλησίας.

«Πώς αντιλαμβανόμαστε ότι ένα κράτος δεν είναι κοσμικό; Παρατηρούμε την Ελλάδα». Την πρώτη φορά που το άκουσα αυτό κεραυνοβολήθηκα, μέχρι που ο καθηγητής μας Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ άρχισε να μας εξηγεί: εικόνες του Χριστού κοσμούν σχολεία, δικαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες, οι βουλευτές δίνουν θρησκευτικό όρκο, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό, η βλασφημία συνιστά ποινικό αδίκημα.

Στην Ελλάδα, η ευλάβεια παύει να είναι ιδιωτική υπόθεση και μετατρέπεται σε δημόσια υποχρέωση, ιδιαίτερα για τους δημοσίους υπαλλήλους. Και, μάλιστα, οι ένστολοι υποχρεώνονται να παρίστανται σε θρησκευτικές τελετές ως εκπρόσωποι του κρατικού μηχανισμού Τι σχέση έχουν οι πρακτικές αυτές με τη θρησκευτική πίστη του καθενός και την άσκηση της θρησκευτικής του λατρείας; Μας απαντά η δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Κλειώ Παπαπαντολέων: «Καμία. Οι πρακτικές αυτές αποτελούν την πανηγυρική διακήρυξη (από την πλευρά του κράτους) της πρωτοκαθεδρίας της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας. Το πρόβλημα αφορά τη θρησκευτική ελευθερία των ανθρώπων σε ένα περιβάλλον του οποίου η καθημερινότητα κυριαρχείται από την επιβολή και υποβολή της ορθόδοξης πίστης. Και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στους «μη ορθόδοξους», αλλά και στη στατιστικά αδιόρατη, πλην ποιοτικά και ποσοτικά εξαιρετικά κρίσιμη μερίδα συμπολιτών μας, που ναι μεν τυπικά ανήκουν στο ποίμνιο, αλλά συνειδησιακά είτε είναι εκτός είτε τοποθετούν το ζήτημα της πίστης τους στο αυστηρώς ιδιωτικό τους πεδίο».

Η αφετηρία αυτού του ασφυκτικού εναγκαλισμού θρησκείας και πολιτικής τοποθετείται συμβατικά στα 1833, όταν με βασιλικό διάταγμα η Εκκλησία της Ελλάδος αποσπάσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τέθηκε υπό την εξουσία του Βασιλείου της Ελλάδος, ως κλιμάκιο του διοικητικού του μηχανισμού. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχουν επέλθει παρά μόνον ελάχιστες ουσιώδεις μεταβολές, όπως θα μας εξηγήσει ο νομικός Μιχάλης Τσαπόγας. «Μετά τη συνταγματική αναγνώριση «επικρατούσης θρησκείας» το 1844, όλοι επαναπαύθηκαν στο καθεστώς πολιτειοκρατίας, το οποίο εξασφάλιζε στη μεν Πολιτεία τη δυνατότητα ασφυκτικού ελέγχου, στη δε Εκκλησία το προνόμιο δημόσιου οργανισμού. Οι παρενέργειες δεν άργησαν να φανούν: η μεν Πολιτεία καθηλώθηκε σε χρόνιες νομοθετικές αγκυλώσεις για μια σειρά από πεδία που θα έπρεπε να ανήκουν στη δική της αποκλειστική αρμοδιότητα (οικογενειακό δίκαιο, εκπαίδευση, ελευθερία θρησκευτικών μειονοτήτων), η δε Εκκλησία υποχρεώθηκε σε απόκλιση από τους δικούς της κανόνες για σειρά από θέματα που ανάγονται στην εσωτερική της οργάνωση».

Η Μεταπολίτευση, που ευαγγελίστηκε σαρωτικές αλλαγές στην οργάνωση και τις δομές της χώρας, έφερε την Πολιτεία πιο κοντά παρά ποτέ σε ένα διαζύγιο με την Εκκλησία. «Παρά ταύτα, ο νομοθέτης δεν έκανε το μεγάλο βήμα» παρατηρεί ο Μιχάλης Τσαπόγας. «Ακόμη και στα πρακτικά του Συντάγματος του 1975 οι πάντες παραδέχονται ότι χρειάζονται μείζονες αλλαγές και αμφιβάλλουν μόνο για την προοπτική κοινωνικής αποδοχής τους. Η διστακτικότητα αυτή οφείλεται κυρίως στη σφοδρή αντίδραση της ίδιας της Εκκλησίας, η οποία εκτιμά ότι ενδεχόμενη αναθεώρηση της διασύνδεσής της με το κράτος θα διετάρασσε βιαίως τη σχέση της με την κοινωνία και το έθνος: εκτίμηση αβάσιμη, καθώς η ισχύς των θρησκειών δεν στηρίζεται στην πολιτειακή τάξη προβαδίσματος, παρά μόνο στην παράδοση και την πειθώ».

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι ένα από τα ονόματα που συναντά κανείς συχνά στις εφημερίδες της ακροδεξιάς και στις φασιστικές ιστοσελίδες. Σχεδόν επικηρυγμένος από τους «πατριώτες», ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου είναι ο πρόεδρος της ΕΕΔΑΠ. Και αν -όπως λέγουν οι ιεράρχες, όπως υποστηρίζουν κυβερνώντες συνταγματολόγοι και όπως βοούν οι εθνικιστές- πρόβλημα με την Εκκλησία δεν υπάρχει, μήπως είστε απλώς εμμονικοί εναντίον της Ορθοδοξίας, κύριε πρόεδρε; «Το πρώτο πρόβλημα αφορά το έλλειμμα λογοδοσίας που εδράζεται στις λεγόμενες «υπόγειες διαδρομές» κράτους – Εκκλησίας μέσα σε κραυγαλέες λογιστικές και θεσμικές ανεπάρκειες» επισημαίνει ο καθηγητής. «Οι ανεπάρκειες αυτές αναδείχθηκαν με τον πλέον τραυματικό για το πολίτευμα τρόπο στο λεγόμενο σκάνδαλο Βατοπεδίου. Οι «υπόγειες διαδρομές» αφορούν άτυπες σχέσεις και δίκτυα εκκλησιαστικών ταγών με κρατικούς αξιωματούχους, από τα σχολεία και τα υπουργεία ώς τα δικαστήρια».

Ο Νίκος Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εις εκ των… ζηλωτών για τη «βάναυση μετατροπή της χώρας σε άθρησκη πολιτεία». Ο… σατανικός αυτός σκοπός παρουσιάστηκε με τη μορφή σχεδίου νόμου τον Οκτώβριο του 2005. Τι έγινε με την πρότασή σας, κύριε καθηγητά; τον ρωτήσαμε.

«Την υιοθέτησαν αυτούσια και την κατέθεσαν λίγο αργότερα στη Βουλή ο Στέφανος Μάνος `και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ανεξάρτητοι βουλευτές, εκλεγμένοι τότε με το ΠαΣοΚ. Το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός ακολούθησαν, αφού επέφεραν μερικές μικροαλλαγές. Η  Ν.Δ. και το ΠαΣοΚ απέρριψαν την πρόταση με το σκεπτικό ότι θα έπρεπε τάχα να προηγηθεί αναθεώρηση του Συντάγματος. Η Μαριέττα Γιαννάκου, πάντως, αρμόδια υπουργός τότε, μίλησε με νόημα για τη «διαπλοκή» που υπάρχει «σε πάρα πολλούς χώρους» και για την οποία υπεύθυνοι είναι προ πάντων οι άνθρωποι και λιγότερο οι νόμοι».

Η… Δεξιά του Κυρίου, εκτός από προσευχές, διαθέτει και ψήφους. Και εάν ελάχιστοι πολιτικοί μπορούν να επιβιώσουν πολιτικά αντλώντας ψήφους μόνο από τις ενορίες, το σίγουρο είναι ότι σε κανέναν δεν κακοφαίνονται μερικές ψήφοι παραπάνω με άρωμα κεριού και λιβανιού Ο διαχωρισμός Εκκλησίας – κράτους, για άλλη μια φορά, δεν πέρασε από την ελληνική Βουλή· ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι αρκετά από τα επί μέρους σημεία της πρότασης πέρασαν. Ο καθηγητής Αλιβιζάτος κάνει τον απολογισμό:

* Καταργήθηκε η απαλλαγή των κληρικών και των μοναχών από τη στρατιωτική τους υποχρέωση.

* Θεσμοθετήθηκε η δυνατότητα αποτέφρωσης των νεκρών με νόμο. Η έκδοση, πάντως, του σχετικού διατάγματος καθυστέρησε – και η σχετική ρύθμιση δεν έχει ακόμη εφαρμοσθεί.

* Καταργήθηκε η εμπλοκή του επιχώριου μητροπολίτη στην αδειοδότηση ναών και ευκτήριων οίκων.

* Απαγορεύθηκε η εξομολόγηση μαθητών μέσα στα σχολεία. Αντίθετα, παραμένει υποχρεωτική η κατηχητική διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών.

* Το κράτος ανέλαβε την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα, ιδίαις δαπάναις.

Ενα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα στην υπόθεση του διαχωρισμού κράτους – Εκκλησίας είναι η οικονομική τους εμπλοκή. Ο Γιάννης Κτιστάκις, λέκτορας στη Νομική Σχολή Κομοτηνής, κάνει τον απολογισμό της σύνδεσης Πολιτείας και Εκκλησίας και είναι κατηγορηματικός: «Δεν υπάρχει κανένα «λογιστικό» υπόλοιπο. Δεν χρωστάει η Πολιτεία στην Εκκλησία από το παρελθόν». Η ιεραρχία της Εκκλησίας ισχυρίζεται ότι καλώς οι ιερείς της πληρώνονται από τον δημόσιο κορβανά, αφού αυτό είναι το αντιστάθμισμα της σταδιακής αφαίρεσης μεγάλης ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς αποζημίωση. Ανακριβής ο ισχυρισμός, κατά τον κύριο Κτιστάκι: «Η σύμβαση του 1952 ήταν αμφοτεροβαρής: το κράτος απέκτησε την κυριότητα αγροτεμαχίων και βοσκοτόπων εκτός Αττικής (αξίας 97 δισεκατομ- μυρίων δραχμών) έναντι ίσης αξίας αστικών ακινήτων και μετρητών που απέκτησε η Εκκλησία».

Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος υποστηρίζει πως «το μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας παραχωρήθηκε από την Εκκλησία στο κράτος ή αυτό την άρπαξε με διάφορους τρόπους». Τι απαντάτε σ’ αυτό, κύριε Κτιστάκι; «Ούτε τούτο είναι απολύτως ακριβές. Ο Αρχιεπίσκοπος έχει αναφέρει ως παραδείγματα την αμερικανική πρεσβεία και το Νοσοκομείο «Α. Συγγρός». Από έναν δειγματοληπτικό έλεγχο που πραγματοποίησα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, προκύπτει ότι η μεν έκταση όπου οικοδομήθηκε η αμερικανική πρεσβεία απαλλοτριώθηκε νομίμως από το Δημόσιο, το δε Νοσοκομείο «Α. Συγγρός» οικοδομήθηκε από τον δωρητή Ανδρέα Συγγρό σε έκταση του Δημοσίου».

Εν τέλει, οφείλουμε ως φορολογούμενοι να πληρώνουμε τους ορθόδοξους ιερείς ή όχι; «Αυτή η πρακτική καθιερώθηκε το 1945, προκειμένου η κεντρική κυβέρνηση να ελέγχει τον κλήρο εν όψει του εμφύλιου πολέμου» θα μας πει ο κύριος Κτιστάκις. «Ο αναγκαστικός νόμος προέβλεπε μεν την κρατική μισθοδοσία, αλλά προέβλεπε, ταυτοχρόνως, και υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους. Με άλλα λόγια, το κράτος έλεγχε τον κλήρο πληρώνοντας τους μισθούς του με τα έσοδα των ναών – που σχηματίζονταν, όμως, από τις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών».

Η ιστορία της πρότασης της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη ανατρέχει σε αυτούς τους «ανοιχτούς λογαριασμούς» της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Θα μπορούσε κανείς εύλογα να αντιτάξει: μα η πρόταση αυτή κατ’ εξοχήν θίγει τα δικαιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, εφόσον τη θέτει εν γένει εκτός απυροβλήτου. «Το δικαίωμα της Εκκλησίας να εισπράττει από τα υπάρχοντά της δεν θίγεται. Θίγεται το καθεστώς off shore εταιρείας που έχει» απαντά. «Το καθεστώς των ανθρώπων που επιθυμούν να εκδηλώνουν την πίστη τους δεν θίγεται. Θίγεται το ότι αυτό επιβάλλεται σε άλλους, παρά τη θέλησή τους. Η δυνατότητα της Εκκλησίας να έχει όσους ιερωμένους θέλουν οι μητροπολίτες δεν θίγεται. Θίγεται η αξίωση να πληρώνει ο ελληνικός λαός γι’ αυτό. Εν ολίγοις, άλλο προνόμια, άλλο δικαιώματα».

Διαβάστε

1) Ευάγγελος Βενιζέλος, «Οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας», Θεσ/νίκη 2000, εκδ. Παρατηρητής  Σε 11 κεφάλαια το βιβλίο εξετάζει τις πολιτειολογικές, εκκλησιολογικές και ιστορικές προϋποθέσεις της συζήτησης για τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας.

2) Παναγιώτης Δημητρόπουλος, «Κράτος και Εκκλησία: μια δύσκολη σχέση», Αθήνα 2001, εκδ. Κριτική Μια συστηματική παρουσίαση των συνταγματικών διατάξεων που καθορίζουν το ρόλο της Εκκλησίας στην ελληνική πολιτεία, αλλά και των ρυθμίσεων που συνδέονται με την οργάνωση και τη διοίκηση της Εκκλησίας, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια και την εκκλησιαστική περιουσία.

3) Αντώνης Μανιτάκης, «Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το κράτος-έθνος», Αθήνα 2000, εκδ. Νεφέλη  Η μελέτη διερευνά μέσα από μια ιστορική προοπτική τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας και διατυπώνεται η υπόθεση εργασίας ότι οι σκοποί και οι επιδιώξεις του εθνικού κράτους καθόρισαν τη θέση και την αποστολή της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία.

4) Δημήτρης Χριστόπουλος (επιμ.), «Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα», Αθήνα 1999, εκδ. Κριτική  Συλλογικό έργο για το νομικό και δικαστικό καθεστώς της θρησκευτικής ελευθερίας στην Ελλάδα και της αντιμετώπισης των θρησκευτικών μειονοτήτων.

Η εκκλησιαστική περιουσία

ΚΕΙΜΕΝΟ | ΝΤΙΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ (dida@enet.gr) ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ | ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΤΤΑΡΙΔΗΣ (artcutphoto@gmail.com)

* Δεκάδες χιλιάδες στρέμματα γης, εκατοντάδες οικοδομικά τετράγωνα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια και καταθέσεις. Κι όμως, υπάρχει στην Ελλάδα μια επιχείρηση που ευημερεί!

* Την ώρα που τουλάχιστον ένας στους τέσσερεις Ελληνες ζει κάτω από το όριο της φτώχειας και εν αναμονή του μεγαλύτερου οικονομικού μπουμ από καταβολής ελληνικού κράτους, η Εκκλησία της Ελλάδας όχι μόνο αντιδρά στη φορολόγησή της, αλλά κατηγορεί το κράτος ως… ληστή. Το σκεπτικό των αρχιερέων είναι απλό: δεν πειράζει που υπάρχουν φτωχοί, θέλουμε τα χρήματα για να τους σώσουμε με φιλανθρωπίες. Αν δεν ήταν τόσο θλιβερό, θα ήταν αστείο.

* Οι έχοντες δύο χιτώνας ρασοφόροι αυτήν τη στιγμή διαχειρίζονται μια περιουσία που εκτιμάται ότι ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Εκτιμάται, διότι ουδείς -ούτε καν η Πολιτεία- μπορεί να γνωρίζει, αφού την αγία περιουσία διαχειρίζονται περί τα 10.000 ΝΠΔΔ (ναοί, μητροπόλεις, προσκυνήματα κ.ά.). Ο πρόεδρος της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών, Μητροπολίτης Ιωαννίνων Θεόκλητος, δήλωσε πως η περιουσία της Εκκλησίας, σύμφωνα με πρόσφατες τραπεζικές εκτιμήσεις, ανέρχεται σε 702.160.000 ευρώ. Ωστόσο, αρκετοί αναλυτές ανεβάζουν το μέγεθός της σε επίπεδα από 2 δισ. έως 15 δισ. ευρώ.

* Το μέγιστο μέρος αυτής της περιουσίας, όπως σημείωνε σε άρθρο του στο «Βήμα» το 1981 ο καθηγητής Γιώργος Κουμάντος, «προέρχεται από δωρεές που έγιναν προς την Εκκλησία κατά την Τουρκοκρατία, για να μην πάρουν τα κτήματα οι κατακτητές. Οι Τούρκοι δεν σέβονταν την περιουσία των Ελλήνων, αλλά σέβονταν την περιουσία της Εκκλησίας. Ετσι, η Εκκλησία εμφανίζεται ως θεματοφύλακας περιουσιών που της δόθηκαν από κατατρεγμένους Ελληνες, για να τις φυλάξει και να τις διασώσει. Ετσι, όμως, η ιδιοκτησία που υπάρχει, κατά τους νομικούς κανόνες βρίσκεται ηθικά υπονομευμένη: τα κτήματα αυτά ανήκουν ουσιαστικά στο εθνικό σύνολο. Θεμελιώνεται, λοιπόν, ηθικά το δικαίωμα της Πολιτείας να αξιώσει την απόδοση αυτών των περιουσιακών στοιχείων που τυπικά είναι «γραμμένα» στο όνομα της Εκκλησίας και των άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Είναι, συνεπώς, απαράδεκτο αυτά τα ακίνητα να τα διαχειρίζονται σχεδόν σαν ατομική τους περιουσία όσοι καταφέρνουν να ανεβούν σε κάποιο υψηλό αξίωμα, εκκλησιαστικό ή μοναστηριακό».

4 σταθμοί στις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας

ΚΕΙΜΕΝΟ | ΝΤΙΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ (dida@enet.gr) ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ | ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΤΤΑΡΙΔΗΣ (artcutphoto@gmail.com)

Το ελληνικό κράτος προώθησε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να αποφύγει τις πολιτικές πιέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και των ομόδοξων Ρώσων. Εκτοτε ακόμη προσπαθεί…

* Από πότε χρονολογείται η σχέση Ορθόδοξης Εκκλησίας και ελληνικού κράτους;

Η σχέση κράτους και Εκκλησίας στοιχειοθετείται νομικά ήδη από τη γέννηση του ελληνικού κράτους. Οι δεσμοί, όμως, ελληνισμού και ορθοδοξίας πηγαίνουν πιο βαθιά και ανιχνεύονται ακόμα και πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821. Ηδη από το 1770 οι Ρώσοι προτρέπουν τους Ελληνες να πάρουν τα όπλα εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, επικαλούμενοι την κοινή ορθόδοξη πίστη τους, υποσχόμενοι ότι θα βοηθήσουν στρατιωτικά την επανάσταση. «Η σύμπλευση της ελληνικότητας με την ορθοδοξία», παρατηρεί η ιστορικός Κ.Ε. Fleming, «όπως αποτυπώνεται ευλαβικά σε νόμο των μέσων του δέκατου ένατου αιώνα, με τον οποίο η ορθοδοξία ορίστηκε ως επίσημη θρησκεία του κράτους, στην πράξη υφίστατο εξαρχής. Ο ελληνικός πόλεμος για την ανεξαρτησία, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους ιδεολογικούς ταγούς του είχαν ως πρότυπο τη Γαλλική Επανάσταση, σε λαϊκό επίπεδο θεωρήθηκε ευρέως ως αγώνας των χριστιανών για απελευθέρωση από το «ζυγό» του ισλάμ».

* Ποια ήταν η πρώτη απόπειρα διαχωρισμού κράτους – Εκκλησίας;

«Ενώ υπό τους Οθωμανούς το Πατριαρχείο εξουσίαζε όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς, η νέα αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, που ιδρύθηκε το 1833, ήταν υπεύθυνη μόνο για τους έλληνες πολίτες και ήταν υποτελής στην κυβέρνηση. Οι νέοι ηγέτες της Ελλάδας ήθελαν να βάλουν ένα τέλος στον κεντρικό ρόλο της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα και να αποχωριστούν από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Με απόφαση της 4ης Απριλίου 1833 διακόπηκαν οι δεσμοί της Ελληνικής Εκκλησίας με το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και αυτή τέθηκε υπό τον έλεγχο του ελληνικού κράτους».

* Τι σήμαινε η απόφαση του 1833 για απόσχιση από το Πατριαρχείο;

«Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε ως ξεκάθαρη απόδειξη των κινδύνων και της εξαχρείωσης των φιλοδυτικών πεποιθήσεων. Εστελνε μήνυμα και στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, αλλά και στη Ρωσία, πως δεν θα έπρεπε να επικαλούνται την ορθοδοξία ως πρόσχημα για να παρεμβαίνουν στις ελληνικές υποθέσεις. Στο εξής το καθήκον της Εκκλησίας περιοριζόταν στις πνευματικές ανάγκες του έθνους και θα ήταν ένας από τους πολλούς πολιτειακούς θεσμούς. Οι κληρικοί της Ιεράς Συνόδου θα ήταν υπεύθυνοι για τη διοίκηση της Εκκλησίας, για θρησκευτικά και δογματικά ζητήματα, αλλά δεν θα είχαν πολιτική ισχύ. Από την εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου η Εκκλησία δεν είχε απολέσει τον πολιτικό της ρόλο. Σε όλη τη διάρκειας της οθωμανικής κυριαρχίας ο πατριάρχης, διορισμένος από το σουλτάνο, ήταν ο πολιτικός και ο πνευματικός ηγέτης των ορθοδόξων».

* Ποιοι αντέδρασαν στις πρώτες απόπειρες διαχωρισμού Εκκλησίας – κράτους;

«Για τους ιεράρχες της Ελληνικής Εκκλησίας ο διακανονισμός αυτός ήταν αφόρητος. Η απόφαση δεν άρεσε και στο λαό, αλλά και στους συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους, οι οποίοι θεωρούσαν την Εκκλησία ως το προπύργιο εναντίον των εκσυγχρονιστικών επιρροών της δυτικής σκέψης. Οι μοναχοί, ιδιαίτερα, αντιστάθηκαν σκληρά στον εκκλησιαστικό διακανονισμό του 1833 (η κυβέρνηση είχε μειώσει κατά τα δύο τρίτα τον αριθμό των μοναστηριών) και κινούνταν υπέρ των Ρώσων στη μάχη εξουσίας ανάμεσα σε Ρώσους, Βρετανούς και Γάλλους για επιρροή στις ελληνικές υποθέσεις».

Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο της Κ.Ε. Fleming «Ιστορία των Ελλήνων Εβραίων», μτφρ. Ν. Γάσπαρης, εκδ. Οδυσσέας.

Εκκλησιαστικής περιουσίας… συνέχεια

ΚΕΙΜΕΝΟ | ΝΤΙΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ (dida@enet.gr) ΦΩΤΟΓΡΑΦΗΣΗ | ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΤΤΑΡΙΔΗΣ (artcutphoto@gmail.com)

* Η Εκκλησία διαθέτει μετοχές, κυρίως της Εθνικής Τράπεζας, της Τράπεζας Πειραιώς και της Τράπεζας της Ελλάδος.

Συγκεκριμένα, το 2007 η Εκκλησιαστική Κεντρική Οικονομική Υπηρεσία (ΕΚΥΟ) από τα δικά της κεφάλαια είχε 5.947.492 μετοχές της Εθνικής Τράπεζας. Το 2008, με την πτώση του Χρηματιστηρίου αύξησε τα κεφάλαιά της, αγόρασε 1.600.000 μετοχές και έφθασε το μερίδιό της στα 7.785.405 μετοχές. Ακόμα, στην Τράπεζα Πειραιώς διαθέτει 391.155 χιλιάδες μετοχές. Και 13.086 της Τράπεζας της Ελλάδος.

* Ενδεικτικά, στην Αττική η Εκκλησία διαθέτει 33.860 στρεμμάτων δάσους, 6.500 στρεμμάτων δασικής έκτασης και 20.570 στρεμμάτων χορτολιβαδικής έκτασης. Οικόπεδο 11 στρεμμάτων στο Κολωνάκι, όπου μελετάται η κατασκευή κατοικιών ή υπόγειου πάρκινγκ. Στη λεωφόρο Αλεξάνδρας οικόπεδο έκτασης τριών στρεμμάτων, όπου σχεδιάζεται υπόγειο πάρκινγκ και κτήριο γραφείων. Στη Βουλιαγμένη η Μονή Πετράκη διαθέτει 200 στρέμματα. Στον Βαρνάβα δωρίστηκαν 130 στρέμματα, στα οποία θα κτιστεί μια σειρά φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.

Στην υπόλοιπη Ελλάδα, σε εκκλησιαστικούς οργανισμούς ανήκουν:

* Νομός Αχαΐας: 20.670 στρ. δάσους, 1.680 στρ. δασικής έκτασης και 1.060 στρ. χορτολιβαδικής έκτασης.

* Νομός Ευβοίας: 17.890 στρ. δάσους, 1.670 στρ. δασικής έκτασης και 2.120 στρ. χορτολιβαδικής έκτασης.

* Νομός Κορινθίας: 15.310 στρ. δάσους, 500 στρ. δασικής έκτασης και 20.179 στρ. χορτολιβαδικής έκτασης.

* Νομός Μαγνησίας: 31.460 στρ. δάσους, 5.490 στρ. δασικής έκτασης και 3.340 στρ. χορτολιβαδικής.

* Νομός Τρικάλων: 41.110 στρ. δάσους, 23.850 στρ. δασικής έκτασης και 22.840 στρ. χορτολιβαδικής .

* Νομός Φωκίδας: 9.980 στρ. δάσους, 1.350 στρ. δασικής έκτασης και 1.050 στρ. χορτολιβαδικής.

* Νομός Χαλκιδικής: 86.330 στρέμματα δάσους, 580 στρέμματα δασικής έκτασης και 2.300 στρέμματα χορτολιβαδικής έκτασης, τα οποία είναι στην ιδιοκτησία μονών του Αγίου Ορους και άλλα 8.340 στρέμματα δασικής έκτασης που ανήκουν σε μοναστήρι του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

* Εχει γραφτεί πολλάκις ότι η Εκκλησία διαθέτει 800 κτήρια με γραφεία, καταστήματα, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, ακόμα και μισθωμένα βενζινάδικα.

Το διάστημα 1997-2005 η Εκκλησία απαλλάχθηκε από μια σειρά φόρους:

* Με το νόμο 2459/97 απαλλάσσονται από το φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας για τα ακίνητα που χρησιμοποιούν οι ναοί, οι μονές, καθώς και το Αγιο Ορος.

* Με το νόμο 3220/2004 καταργήθηκε η υποχρέωση της Εκκλησίας να εισφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό το 35% των ακαθαρίστων εσόδων της.

* Με το άρθρο 6 του νόμου 3296/2004 καταργήθηκε ο φόρος 10% που επιβαρύνει τα μισθώματα από την εκμίσθωση γαιών και οικοδομών εμπορικού χαρακτήρα της Εκκλησίας και των ναών γενικότερα.

* Με το νόμο 3247/2005 οι φοροαπαλλαγές της εκκλησίας διευρύνθηκαν, καθώς δεν υπόκεινται στο φόρο αυτόματου υπερτιμήματος και στο τέλος συναλλαγής οι ναοί και οι μονές.

Σχολιάστε